- ζυγοδέτης
- ο(κατά τον Ησύχ.) «ζυγόδεσμος, ὁ ἱμὰς τοῡ ζυγού, ὃν ἔνιοι ζυγοδέτην».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζυγοδέτην — ζυγοδέτης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζυγόδεσμο — το (Α ζυγόδεσμον) μακρύς σκύτινος ιμάντας με τον οποίο προσδένεται ο ζυγός πάνω στον ρυμό, στο τιμόνι, ζυγοδέτης, κν. ζυγολούρι αρχ. λέγεται για τον γόρδιο δεσμό («ἐξελόντι τοῡ ῥυμοῡ τὸν ἕστορα καλούμενον, ᾧ συνείχετο τὸ ζυγόδεσμον», Πλούτ.) 2.… … Dictionary of Greek
ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… … Dictionary of Greek